-
1 ἐφικτός
A easy to reach, accessible, attainable, v.l. for ἀνυστόν in Parm.4.7;οὐκ.. ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἐφικτόν Emp.133.1
;οὔτε τέχνη οὔτε σοφίη ἐφικτόν, ἢν μὴ μάθῃ τις Democr.59
;ἐλπίδες ἐφικταί Id.58
, cf. Plb.12.25i.9, Phld.Herc.1457.11;τὸ μέσον ἐπίπαν ἐ. Arist.PA 666a15
;ἐφικτὸς εἰκότι λόγῳ Plu.Thes.1
.II ἐφικτόν ἐστι it is possible, c. inf., Plb.9.24.5; καθόσον ἐφικτόν to the best of one's power, Arist. Mu. 391b3;ὡς οὐκ ἦν ἐφικτὰ αὐτοῖς Ael.NA5.7
; οἱ ἐν ἐφικτῷ τόποι within reach, Thphr.Lap.25, cf. Ign.70; ἐν ἐφικτῷ τῆς ἐλπίδος, τοῦ φιλῆσαι, Plu.2.494e, 496c; εἰς ἐφικτὸν προελθοῦσα coming within reach, D.H.2.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφικτός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский